Στιγμές και πρόσωπα της μουσικής, γενικά... και της καλής Ελληνικής μουσικής, ειδικά...
Παρασκευή 11 Μαΐου 2018
Πέμπτη 10 Μαΐου 2018
Όσοι έχουνε πολλά λεφτά...
Τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη το οποίο ηχογραφήθηκε το 1936 και το τραγουδάει
ο ίδιος... Μπουζούκι παίζει ο ίδιος ο Μάρκος, κιθάρα ο Κώστας Σκαρβέλης και μπαγλαμά
ο Στράτος Παγιουμτζής.
Τετάρτη 9 Μαΐου 2018
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες (Επιτάφιος)...
Σαν σήμερα... 9 Μάη 1936… Οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης βάφονται με το αίμα της
εργατικής τάξης. Οι εργάτες της Θεσσαλονίκης διαδηλώνουν μαζικά την αγανάκτησή
τους για τη βίαιη καταστολή των απεργών.
Το αστικό κράτος όμως απαντά με ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα : 10 εργάτες βάφουν
με το αίμα τους δρόμους της πόλης. Πρόκειται για τους Σ. Γιαμτοβό, Χ. Ευαγγέλου,
Σ. Μασαράνο, Τ. Τούση, Δ. Αχλαμίδη, Ε. Αδαμαντίδη, Ι. Πανόπουλο, Δ. Λαγινά,
Α. Χαραλαμπίδου και Α. Καρανικόλα.
Η λαϊκή οργή ξεχειλίζει, ο στρατός ενώνεται με τους απεργούς και ο εργαζόμενος λαός
γίνεται κύριος της πόλης για 36 περίπου ώρες.
Η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει νέες ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη
για να καταστείλει τους αγώνες των εργατών.
Ο θρήνος της μάνας του πρώτου νεκρού της 9ης Μάη, του Τάσου Τούση, μένει
στην αιωνιότητα μέσα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, τον οποίο μελο-
ποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και
πολλοί ακόμα τραγουδιστές.
εργατικής τάξης. Οι εργάτες της Θεσσαλονίκης διαδηλώνουν μαζικά την αγανάκτησή
τους για τη βίαιη καταστολή των απεργών.
Το αστικό κράτος όμως απαντά με ακόμα μεγαλύτερη αγριότητα : 10 εργάτες βάφουν
με το αίμα τους δρόμους της πόλης. Πρόκειται για τους Σ. Γιαμτοβό, Χ. Ευαγγέλου,
Σ. Μασαράνο, Τ. Τούση, Δ. Αχλαμίδη, Ε. Αδαμαντίδη, Ι. Πανόπουλο, Δ. Λαγινά,
Α. Χαραλαμπίδου και Α. Καρανικόλα.
Η λαϊκή οργή ξεχειλίζει, ο στρατός ενώνεται με τους απεργούς και ο εργαζόμενος λαός
γίνεται κύριος της πόλης για 36 περίπου ώρες.
Η κυβέρνηση Μεταξά στέλνει νέες ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη
για να καταστείλει τους αγώνες των εργατών.
Ο θρήνος της μάνας του πρώτου νεκρού της 9ης Μάη, του Τάσου Τούση, μένει
στην αιωνιότητα μέσα από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, τον οποίο μελο-
ποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και
πολλοί ακόμα τραγουδιστές.
Τρίτη 8 Μαΐου 2018
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου...
Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου, είναι ποίημα του Κώστα Βάρναλη, το οποίο συμπεριλήφθηκε
στην ποιητική συλλογή "Τα Ποιητικά", το 1956, από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Το ποίημα
αποτελείται από 26 στροφές και 104 στίχους.
Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματα του ποιητή. Πρόκειται για μια σατιρική
αφήγηση, λαϊκού και επαναστατικού χαρακτήρα.
Ο ήρωας του ποιήματος είναι ο κυρ Μέντιος (γαϊδούρι), που παραλληλίζεται με τον σκλα-
βωμένο άνθρωπο, τον αδιαμαρτύρητο, τον υπομονετικό. Ο Βάρναλης, στο ποίημα του,
προσπαθεί να αφυπνίσει τον λαό μέσω αυτής της σάτιρας.
Το ποίημα απέκτησε δημοσιότητα και από τη μουσική μεταφορά του, σε μελοποίηση του
Λουκά Θάνου και την εκπληκτική ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη.
στην ποιητική συλλογή "Τα Ποιητικά", το 1956, από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Το ποίημα
αποτελείται από 26 στροφές και 104 στίχους.
Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματα του ποιητή. Πρόκειται για μια σατιρική
αφήγηση, λαϊκού και επαναστατικού χαρακτήρα.
Ο ήρωας του ποιήματος είναι ο κυρ Μέντιος (γαϊδούρι), που παραλληλίζεται με τον σκλα-
βωμένο άνθρωπο, τον αδιαμαρτύρητο, τον υπομονετικό. Ο Βάρναλης, στο ποίημα του,
προσπαθεί να αφυπνίσει τον λαό μέσω αυτής της σάτιρας.
Το ποίημα απέκτησε δημοσιότητα και από τη μουσική μεταφορά του, σε μελοποίηση του
Λουκά Θάνου και την εκπληκτική ερμηνεία του Νίκου Ξυλούρη.
Δευτέρα 7 Μαΐου 2018
Ντίζι Γκιλέσπι (John Birks "Dizzy" Gillespie) (1917 - 1993)...
O Ντίζι Γκιλέσπι (John Birks "Dizzy" Gillespie) ήταν Αμερικανός τρομπετίστας
της τζαζ, συνθέτης και τραγουδιστής. Ως συνθέτης και βιρτουόζος της τρομπέτας, συ-
νέβαλε αποφασιστικά, μαζί με τον Τσάρλι Πάρκερ, στην εξέλιξη της μοντέρνας τζαζ
και του μπίμποπ (bebop).
Ο Τζον Μπιρκς Γκιλέσπι γεννήθηκε το 1917, στη Νότια Καρολίνα, νεότερος γιος μίας
οικογένειας με εννέα παιδιά. Σε ηλικία δέκα ετών, βίωσε το θάνατο του πατέρα του,
ο οποίος ήταν ερασιτέχνης μουσικός και διέθετε δικό του μουσικό συγκρότημα,
ενθαρρύνοντας την ενασχόληση του γιου του με τη μουσική. Αν και αρχικά ασχολήθη-
κε με την εκμάθηση του πιάνου, σε ηλικία δώδεκα ετών, στράφηκε στο όργανο της
τρομπέτας, πάντα ως αυτοδίδακτος. Οι ικανότητες του, ήταν τέτοιες που του επέτρε-
ψαν να λάβει μία μουσική υποτροφία για το Ινστιτούτο Laurinburg της Νότιας Καρο-
λίνας, όπου συνέχισε να εξασκείται στο πιάνο και την τρομπέτα.
Το 1935 εγκατέλειψε τις σπουδές του και εγκαταστάθηκε στη Φιλαδέλφεια, με την
πρόθεση να εργαστεί αποκλειστικά ως μουσικός. Στα πρώτα του βήματα, έγινε μέλος
της ορχήστρας του Frankie Fairfax ενώ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογράφηση,
με το συγκρότημα του Τέντι Χιλλ, αντικαθιστώντας τον Ρόι Έλντριτζ. Την ίδια περίοδο,
απέκτησε το ψευδώνυμο Ντίζι (Dizzy). Το 1939, έγινε μέλος του συγκροτήματος του
τζαζ τραγουδιστή Καμπ Κάλογουεϊ, ωστόσο εγκατέλειψε το σχήμα το 1941.
O ίδιος ο Κάλλογουει αποκαλούσε τους αυτοσχεδιασμούς του Γκιλέσπι "κινέζικη μου-
σική", χαρακτηριστικό της πρωτότυπης τεχνοτροπίας που είχε αναπτύξει.
Στην πορεία, ο Γκιλέσπι συμμετείχε σε αρκετά μουσικά σύνολα και συνεργάστηκε με
τους Ντιούκ Έλλινγκτον, Κόλμαν Χώκινς, Μπίλι Έκσταϊν, Τσικ Γουέμπ, Μπένι Κάρτερ
και άλλους. Ανάμεσα στις σημαντικές συνεργασίες του ήταν και αυτή με τον πιανίστα
Έρλ Χάινς, καθώς στη διάρκειά της συνεργάστηκε με τον Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος
επίσης συμμετείχε ως μουσικός στην ορχήστρα του, ενώ παράλληλα του δόθηκε η
δυνατότητα να αναδείξει σε ένα βαθμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ερμηνείας
του. Ως μέλος του συγκροτήματος του Χάινς, παρουσίασε την πρώτη του μουσική
σύνθεση Night in Tunisia.
Μέχρι το 1944, ο Γκιλέσπι είχε αποκτήσει σημαντική φήμη ώστε να ηγείται ο ίδιος
ορχήστρες. Η συνεχιζόμενη συνεργασία του με τον Τσάρλι Πάρκερ συνέβαλε στην
εξέλιξη του είδους του μπίμποπ, παράλληλα με τη μουσική του σουίνγκ που ήταν
ιδιαίτερα δημοφιλής εκείνη την περίοδο. Σε αντίθεση με τον Πάρκερ, που συμμετείχε
σε μικρά μουσικά σύνολα, ο Γκιλέσπι στόχευε στην δημιουργία μίας μεγάλης ορχήστρας
(big band), την οποία οργάνωσε τελικά στις αρχές του 1945. Μετά από την εμπορική
αποτυχία της, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, σχημάτισε ένα κουιντέτο, στο οποίο συμ-
μετείχε επίσης ο Πάρκερ. Αργότερα, το σύνολο απέκτησε και ένα έκτο μέλος, ενώ τελι-
κά ο Γκιλέσπι επέκτεινε το σχήμα, επιχειρώντας για δεύτερη φορά την δημιουργία μιας
μεγάλης ορχήστρας, την οποία κατάφερε να διατηρήσει για τέσσερα χρόνια.
Στο διάστημα αυτό, συμμετοχή στην ορχήστρα είχαν ορισμένοι σημαντικοί τζαζ μουσι-
κοί, όπως ο Τζον Κολτρέιν. Ο Γκιλέσπι, πειραματίστηκε μουσικά προσπαθώντας να
ενσωματώσει αφρικανικά και κουβανέζικα μουσικά στοιχεία στη τζαζ. Διέλυσε την
ορχήστρα του, το 1950, εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων. Το 1956, και ενώ μέχρι
τότε καθοδηγούσε μικρά σύνολα μουσικών, δημιούργησε για δεύτερη φορά μία μεγάλη
ορχήστρα, με την οποία περιόδευσε στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στη Λατινική
Αμερική. Μετά τη διάλυση της ορχήστρας, το 1958, ο Γκιλέσπι συνέχισε να παίζει με
μικρότερα μουσικά σχήματα, παραμένοντας ενεργός μέχρι το 1992. Στη δεκαετία του
1980, ηγήθηκε της ορχήστρας United Nations Orchestra.
Πέθανε το 1993, σε ηλικία 75 ετών, από καρκίνο.
*Πηγή : Βικιπαίδεια
της τζαζ, συνθέτης και τραγουδιστής. Ως συνθέτης και βιρτουόζος της τρομπέτας, συ-
νέβαλε αποφασιστικά, μαζί με τον Τσάρλι Πάρκερ, στην εξέλιξη της μοντέρνας τζαζ
και του μπίμποπ (bebop).
Ο Τζον Μπιρκς Γκιλέσπι γεννήθηκε το 1917, στη Νότια Καρολίνα, νεότερος γιος μίας
οικογένειας με εννέα παιδιά. Σε ηλικία δέκα ετών, βίωσε το θάνατο του πατέρα του,
ο οποίος ήταν ερασιτέχνης μουσικός και διέθετε δικό του μουσικό συγκρότημα,
ενθαρρύνοντας την ενασχόληση του γιου του με τη μουσική. Αν και αρχικά ασχολήθη-
κε με την εκμάθηση του πιάνου, σε ηλικία δώδεκα ετών, στράφηκε στο όργανο της
τρομπέτας, πάντα ως αυτοδίδακτος. Οι ικανότητες του, ήταν τέτοιες που του επέτρε-
ψαν να λάβει μία μουσική υποτροφία για το Ινστιτούτο Laurinburg της Νότιας Καρο-
λίνας, όπου συνέχισε να εξασκείται στο πιάνο και την τρομπέτα.
Το 1935 εγκατέλειψε τις σπουδές του και εγκαταστάθηκε στη Φιλαδέλφεια, με την
πρόθεση να εργαστεί αποκλειστικά ως μουσικός. Στα πρώτα του βήματα, έγινε μέλος
της ορχήστρας του Frankie Fairfax ενώ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογράφηση,
με το συγκρότημα του Τέντι Χιλλ, αντικαθιστώντας τον Ρόι Έλντριτζ. Την ίδια περίοδο,
απέκτησε το ψευδώνυμο Ντίζι (Dizzy). Το 1939, έγινε μέλος του συγκροτήματος του
τζαζ τραγουδιστή Καμπ Κάλογουεϊ, ωστόσο εγκατέλειψε το σχήμα το 1941.
O ίδιος ο Κάλλογουει αποκαλούσε τους αυτοσχεδιασμούς του Γκιλέσπι "κινέζικη μου-
σική", χαρακτηριστικό της πρωτότυπης τεχνοτροπίας που είχε αναπτύξει.
Στην πορεία, ο Γκιλέσπι συμμετείχε σε αρκετά μουσικά σύνολα και συνεργάστηκε με
τους Ντιούκ Έλλινγκτον, Κόλμαν Χώκινς, Μπίλι Έκσταϊν, Τσικ Γουέμπ, Μπένι Κάρτερ
και άλλους. Ανάμεσα στις σημαντικές συνεργασίες του ήταν και αυτή με τον πιανίστα
Έρλ Χάινς, καθώς στη διάρκειά της συνεργάστηκε με τον Τσάρλι Πάρκερ, ο οποίος
επίσης συμμετείχε ως μουσικός στην ορχήστρα του, ενώ παράλληλα του δόθηκε η
δυνατότητα να αναδείξει σε ένα βαθμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ερμηνείας
του. Ως μέλος του συγκροτήματος του Χάινς, παρουσίασε την πρώτη του μουσική
σύνθεση Night in Tunisia.
Μέχρι το 1944, ο Γκιλέσπι είχε αποκτήσει σημαντική φήμη ώστε να ηγείται ο ίδιος
ορχήστρες. Η συνεχιζόμενη συνεργασία του με τον Τσάρλι Πάρκερ συνέβαλε στην
εξέλιξη του είδους του μπίμποπ, παράλληλα με τη μουσική του σουίνγκ που ήταν
ιδιαίτερα δημοφιλής εκείνη την περίοδο. Σε αντίθεση με τον Πάρκερ, που συμμετείχε
σε μικρά μουσικά σύνολα, ο Γκιλέσπι στόχευε στην δημιουργία μίας μεγάλης ορχήστρας
(big band), την οποία οργάνωσε τελικά στις αρχές του 1945. Μετά από την εμπορική
αποτυχία της, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, σχημάτισε ένα κουιντέτο, στο οποίο συμ-
μετείχε επίσης ο Πάρκερ. Αργότερα, το σύνολο απέκτησε και ένα έκτο μέλος, ενώ τελι-
κά ο Γκιλέσπι επέκτεινε το σχήμα, επιχειρώντας για δεύτερη φορά την δημιουργία μιας
μεγάλης ορχήστρας, την οποία κατάφερε να διατηρήσει για τέσσερα χρόνια.
Στο διάστημα αυτό, συμμετοχή στην ορχήστρα είχαν ορισμένοι σημαντικοί τζαζ μουσι-
κοί, όπως ο Τζον Κολτρέιν. Ο Γκιλέσπι, πειραματίστηκε μουσικά προσπαθώντας να
ενσωματώσει αφρικανικά και κουβανέζικα μουσικά στοιχεία στη τζαζ. Διέλυσε την
ορχήστρα του, το 1950, εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων. Το 1956, και ενώ μέχρι
τότε καθοδηγούσε μικρά σύνολα μουσικών, δημιούργησε για δεύτερη φορά μία μεγάλη
ορχήστρα, με την οποία περιόδευσε στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στη Λατινική
Αμερική. Μετά τη διάλυση της ορχήστρας, το 1958, ο Γκιλέσπι συνέχισε να παίζει με
μικρότερα μουσικά σχήματα, παραμένοντας ενεργός μέχρι το 1992. Στη δεκαετία του
1980, ηγήθηκε της ορχήστρας United Nations Orchestra.
Πέθανε το 1993, σε ηλικία 75 ετών, από καρκίνο.
*Πηγή : Βικιπαίδεια
Σάββατο 5 Μαΐου 2018
Μπουζούκι...
Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντη-
χείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το
μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του
βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του
βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα
ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου. Διαθέτει τρεις ή τέσσερις
διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα
μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών
κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και
οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η
μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε
τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρ-
δίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης
μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά,
οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου. Αρχικά παιζόταν με φτερό και στη
συνέχεια με πλαστική πένα.
Η καταγωγή του χάνεται στα βάθη των αιώνων, στους προελληνικούς πολιτισμούς της
Άπω Ανατολής και της Εγγύς Ανατολής, της Αφρικής, της αρχαίας Ελλάδας (υπήρχε το
αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όργανο γνωστό κι ως “Πανδουρίδιον” ή αλλιώς “τρίχορδο”
επειδή είχε τρεις χορδές), για να περάσει αργότερα στο Βυζάντιο. Σήμερα χρησιμοποι-
ούνται μονάχα δύο είδη: το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, μικρότερο όργανο με χαρακ-
τηριστικό μεταλλικό ήχο.
Από το τέλος του 19ου αιώνα το μπουζούκι άρχισε να εξαφανίζεται σταδιακά από την
ελληνική δημοτική μουσική και, όταν σχηματίσθηκαν τα δύο βασικά ορχηστικά σχήματα,
η κομπανία στην στεριανή Ελλάδα (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι) και η ζυγιά στα
νησιά (βιολί-λαούτο ή βιολί-λύρα), το μπουζούκι έμεινε εκτός. Από εδώ και πέρα όμως
ξεκίνησε μια νέα ακμή. Στο 2ο μισό του 19ου αιώνα ανιχνεύονται οι ρίζες του ρεμπέτικου
τραγουδιού, το οποίο άρχισε να αποδίδεται με τη συνοδεία μπουζουκιού, αλλά όχι
αποκλειστικά, όπως έγινε αργότερα. Στα 1935 σχηματίσθηκε η πρώτη επαγγελματική
ρεμπέτικη κομπανία (το συνηθισμένο σχήμα με δύο μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα
μπαγλαμά ή και παραλλαγές). Στην κομπανία συμμετείχαν ο Μάρκος Βαμβακάρης, που
έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε, ο Στράτος Παγιουμτζής που τραγουδούσε κυρίως,
ο Ανέστης Δελιάς που έπαιζε μπουζούκια, κιθάρα και τραγουδούσε, και ο Γιώργος Μπάτης
που έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε. Το ρεμπέτικο, αυτό το μουσικό είδος ταυτίσθηκε
με το μπουζούκι και το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε στα χέρια μεγάλων
εκτελεστών ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου,
Χιώτης, Μητσάκης και πολλοί άλλοι. Η μεγάλη αλλαγή στην τεχνική του μπουζουκιού έγινε
από τον Μανώλη Χιώτη, που εισήγαγε το τετράχορδο μπουζούκι με το σύγχρονο κούρδισ-
μα, στη δισκογραφία και στο πάλκο τη δεκαετία του 1950. Το τετράχορδο, ως πιο πολυ-
φωνικό, δίνει τη δυνατότητα για περισσότερες και πιο πλούσιες συγχορδίες ενώ, επειδή
έχει περισσότερες χορδές, διευκολύνει τον εκτελεστή να παίζει τις κλίμακες κάνοντας
μικρότερες διαδρομές στην ταστιέρα με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού.
Από την δεκαετία του ’70 και μετά, το μπουζούκι έχει καθιερωθεί ως το δημοφιλέστερο
όργανο στην Ελλάδα.
*Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα odioditikisellados.gr
χείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το
μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του
βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του
βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα
ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου. Διαθέτει τρεις ή τέσσερις
διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα
μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών
κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και
οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η
μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε
τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα τα κουρ-
δίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης
μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά,
οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου. Αρχικά παιζόταν με φτερό και στη
συνέχεια με πλαστική πένα.
Η καταγωγή του χάνεται στα βάθη των αιώνων, στους προελληνικούς πολιτισμούς της
Άπω Ανατολής και της Εγγύς Ανατολής, της Αφρικής, της αρχαίας Ελλάδας (υπήρχε το
αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όργανο γνωστό κι ως “Πανδουρίδιον” ή αλλιώς “τρίχορδο”
επειδή είχε τρεις χορδές), για να περάσει αργότερα στο Βυζάντιο. Σήμερα χρησιμοποι-
ούνται μονάχα δύο είδη: το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, μικρότερο όργανο με χαρακ-
τηριστικό μεταλλικό ήχο.
Από το τέλος του 19ου αιώνα το μπουζούκι άρχισε να εξαφανίζεται σταδιακά από την
ελληνική δημοτική μουσική και, όταν σχηματίσθηκαν τα δύο βασικά ορχηστικά σχήματα,
η κομπανία στην στεριανή Ελλάδα (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι) και η ζυγιά στα
νησιά (βιολί-λαούτο ή βιολί-λύρα), το μπουζούκι έμεινε εκτός. Από εδώ και πέρα όμως
ξεκίνησε μια νέα ακμή. Στο 2ο μισό του 19ου αιώνα ανιχνεύονται οι ρίζες του ρεμπέτικου
τραγουδιού, το οποίο άρχισε να αποδίδεται με τη συνοδεία μπουζουκιού, αλλά όχι
αποκλειστικά, όπως έγινε αργότερα. Στα 1935 σχηματίσθηκε η πρώτη επαγγελματική
ρεμπέτικη κομπανία (το συνηθισμένο σχήμα με δύο μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα
μπαγλαμά ή και παραλλαγές). Στην κομπανία συμμετείχαν ο Μάρκος Βαμβακάρης, που
έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε, ο Στράτος Παγιουμτζής που τραγουδούσε κυρίως,
ο Ανέστης Δελιάς που έπαιζε μπουζούκια, κιθάρα και τραγουδούσε, και ο Γιώργος Μπάτης
που έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε. Το ρεμπέτικο, αυτό το μουσικό είδος ταυτίσθηκε
με το μπουζούκι και το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε στα χέρια μεγάλων
εκτελεστών ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου,
Χιώτης, Μητσάκης και πολλοί άλλοι. Η μεγάλη αλλαγή στην τεχνική του μπουζουκιού έγινε
από τον Μανώλη Χιώτη, που εισήγαγε το τετράχορδο μπουζούκι με το σύγχρονο κούρδισ-
μα, στη δισκογραφία και στο πάλκο τη δεκαετία του 1950. Το τετράχορδο, ως πιο πολυ-
φωνικό, δίνει τη δυνατότητα για περισσότερες και πιο πλούσιες συγχορδίες ενώ, επειδή
έχει περισσότερες χορδές, διευκολύνει τον εκτελεστή να παίζει τις κλίμακες κάνοντας
μικρότερες διαδρομές στην ταστιέρα με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού.
Από την δεκαετία του ’70 και μετά, το μπουζούκι έχει καθιερωθεί ως το δημοφιλέστερο
όργανο στην Ελλάδα.
*Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα odioditikisellados.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)