Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδερφέ μου απ’ τον κόσμο... Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο. (Γιάννης Ρίτσος)
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

Σαν σήμερα... 16 Νοέμβρη 1971, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος τραγουδιστής του ρεμπέτικου Στράτος Παγιουμτζής (Τεμπέλης)...

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904. Ήλθε στην Ελλάδα πριν από τη 
Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από παιδί μπήκε στο 
μεροκάματο, αλλά το μεγάλο πάθος του ήταν το τραγούδι. Γρήγορα γνωρίστηκε με 
την πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη 
Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς λαϊκή ορχήστρα. Ήταν γνωστή 
ως «Τετράς του Πειραιώς», στην καθαρευουσιάνικη εκδοχή του Μπάτη.
Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσ-
ταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, 
όμως ο Στράτος είναι ο βασικός τραγουδιστής. Την ίδια χρονιά, ο Μάρκος ετοιμάζεται 
να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Ο Μάρκος πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει 
τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει, καθώς η κομπανία είχε βασικό 
τραγουδιστή τον Στράτο και ο ίδιος δεν πίστευε στις φωνητικές του ικανότητες. 
Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος 
ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Έτσι, δημιουργείται το εξής παράδοξο: Στο λαϊκό 
πάλκο τα τραγούδια του Μάρκου να ερμηνεύονται από το Στράτο και στη δισκογραφία 
από τον Μάρκο.
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται στη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης. Ηχογραφεί 
πρώ-τα το τραγούδι «Μπάτης ο δερβίσης» και ετοιμάζεται να ηχογραφήσει το 
«Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο». Η κομπανία προβάρει το τραγούδι, ο Μπάτης όμως δεν 
μπορεί να τραγουδήσει κι έτσι ηχογραφείται με τη φωνή του Στράτου. Ακολουθούν 
τα τραγούδια «Οι σφουγγαράδες» και «Μάγκες καραβοτσακισμένοι» και το 1936 
ο Στράτος ερμηνεύει τραγούδια και του τέταρτου της παρέας, του Ανέστη Δελιά 
(«Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά.).
Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας των Πειραιωτών ο Στράτος συμμετέχει 
στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει. Σε πολλά απ' τα πρώτα 
τραγούδια του Μάρκου παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου 
η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τις 
ζωντανές σου τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου»). Καμιά 
φορά χαιρετίζει και τον εαυτό του! («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου!»).
Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι ήδη μύθος. Από 
τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων. Το 1935 τον 
χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ' την Πύλο») και 
από το 1937 και άλλοι μεγάλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας 
(«Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν' ευτυχής ο άνθρωπος» κ.ά.), ο Κώστας Σκαρβέλης 
(«Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά» κ.ά.) και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασ-
σινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου» κ.ά.).
Το 1938 ο Στράτος θα τραγουδήσει Μανώλη Χιώτη («Δε λες το ναι και συ») και μερικά 
απ' τα καλύτερα τραγούδια του Μπαγιαντέρα («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Χατζηκυριά-
κειο»). Με τον Τσιτσάνη είχε γνωριστεί μερικούς μήνες νωρίτερα και μαζί του θα ξεκι-
νήσει μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες πασίγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοη-
χογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο 
με την επιτυχία τους.
Μετά την Κατοχή, ο Στράτος συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς 
δημιουργούς (Μάρκο, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας 
(«Πάνω σ' ένα βράχο») και ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»). 
Θα συνεχίσει στη δισκογραφία ως τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε με την άνθηση 
του αρχοντορεμπέτικου η καριέρα του θα πάρει την κατιούσα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Ζαμπέτας τον ξαναφέρνει στο προσκήνιο, εκμεταλλευό-
μενος τη μεγάλη του επιρροή στις εταιρίες. Ο Στράτος ηχογραφεί προπολεμικά ρεμπέτικα 
του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών, τον περίφημο αμανέ «Μινόρε 
του Στράτου» και τον ύμνο του Ολυμπιακού «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ» 
(«Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ / που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ). 
Εκτός απ' τη δισκογραφία, ο Στράτος επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε 
ασταμάτητα απ' το 1934 έως το 1955.
Τον Οκτώβρη του 1971 καταφέρνει να βγάλει διαβατήριο (το 1937 είχε συλληφθεί για 
χρήση χασίς και πήγε εξορία με αποτέλεσμα να μην του εκδόσουν ποτέ διαβατήριο) και 
να πάει στη Νέα Υόρκη. Δούλεψε στη «Σπηλιά», όπου αποθεωνόταν απ' τους ομογενείς. 

Στις 16 Νοεμβρίου 1971 «έσβησε» πάνω στο πάλκο, σε ηλικία 67 ετών.

*Πηγή : Βικιπαίδεια


Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Χριστόδουλος Χάλαρης... Ένας ακούραστος ερευνητής μουσικολόγος, ένας σπουδαίος συνθέτης...

Ο Χριστόδουλος Χάλαρης γεννήθηκε στις 21 Νοέμβρη 1946. Μεγάλωσε στην Κρήτη
και από νεαρή ηλικία παρακολούθησε μαθήματα βυζαντινής μουσικής. Από το 1964
εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και σπούδασε μαθηματικά, κυβερνητική και μουσικό
αυτοματισμό.
Το 1969 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να ερευνά σε βάθος τη βυζαντινή μουσική.
Η διδακτορική του διατριβή (Πανεπιστήμιο του Βενσέν) είχε ως θέμα τη δομική ανάλυση
της βυζαντινής μουσικής. Το 1970 έγινε μέλος του Παρισινού «Κέντρου Μαθηματικών
Σπουδών Μουσικού Αυτοματισμού». Στην Ελλάδα, ίδρυσε την «Ορχήστρα παλαιών 
παραδοσιακών και πρωτότυπων Οργάνων», κατασκευάζοντας πολλά από αυτά τα
όργανα μόνος του και παρουσίασε την «Κοσμική βυζαντινή μουσική».

Η 17μελής ορχήστρα του, μετονομασμένη σε «Ορχήστρα λεπτών οργάνων αρχαίου 
και βυζαντινού ρεπερτορίου», λειτούργησε για αρκετό διάστημα υπό την αιγίδα της
Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης. Παράλληλα, ο Χριστόδουλος Χάλαρης στη δεκαετία του
1980 δημιούργησε τη δισκογραφική εταιρεία «Οrata», η οποία έχει στον κατάλογό της
σημαντικά έργα της βυζαντινής περιόδου, που ηχογραφήθηκαν υπό την εποπτεία του
και συνάντησαν διεθνή αποδοχή.
Ο ίδιος διέθεσε μεγάλο μέρος του χρόνου και των χρημάτων του για να ανακαλύψει και
να αποκρυπτογραφήσει - ως έργο ζωής - χειρόγραφα μεσαιωνικής βυζαντινής μουσικής,
που βρίσκονται στην κατοχή του. Επίσης, δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη το Μουσείο 
Αρχαίων και Βυζαντινών Οργάνων, τα οποία επανακατασκεύασε με τη μέγιστη δυνα-
τή ακρίβεια μέσα από παραστάσεις αγγείων και άλλες διαθέσιμες πηγές.

Ο σπουδαίος συνθέτης έχει αφήσει έντονο το μουσικό του στίγμα κατά τη δεκαετία του
'70 με μια αξιόλογη σειρά ιδιότυπων κύκλων τραγουδιών: «Τροπικός της Παρθένου»,
«Ακολουθία», «Δροσουλίτες», «Ερωτόκριτος» κ.ά.

Ο Χριστόδουλος Χάλαρης έφυγε από τη ζωή στις 30 Γενάρη 2019, σε ηλικία 72 χρόνων.

Πηγές πληροφοριών : Newsroom, ethnos.gr

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (Georg Friedrich Händel‎) (1685 - 1759)...

Ο Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ ήταν Γερμανός συνθέτης της ύστερης περιόδου της μπαρόκ
μουσικής, που διακρίθηκε κυρίως για τα ορατόριά του. Έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος
της ζωής του στην Αγγλία και απέκτησε την αγγλική ιθαγένεια το 1726. Συνέθεσε concerti
grossi, όπερες και ορατόρια. Το πιο διάσημο έργο του είναι το ορατόριο Μεσσίας.
Επηρέασε βαθιά πολλούς από τους μεταγενέστερους συνθέτες, μεταξύ των οποίων ήταν
ο Φραντς Γιόζεφ Χάυντν, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν, ενώ το έργο του συνέβαλε στη μετά-
βαση από την εποχή της μουσικής Μπαρόκ στην Κλασσική περίοδο. Οι συνθέσεις του περι-
λαμβάνουν περίπου 50 όπερες, 23 ορατόρια και πολλές συνθέσεις εκκλησιαστικής μουσι-
κής, καθώς και ορχηστρικά κομμάτια.

Ο Χαίντελ γεννήθηκε στις 5 Μάρτη 1685 στο Χάλλε της Γερμανίας, την ίδια χρονιά με τον
Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και τον Ντομένικο Σκαρλάττι. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη
κλίση στη μουσική, αν και ο πατέρας του, που ήταν κουρέας-χειρουργός στην υπηρεσία του
δούκα της Σαξονίας, δεν επιθυμούσε να εξελιχθεί ο γιος του σε μουσικό. Με παρέμβαση του
δούκα, που εκτίμησε τα μουσικά χαρίσματα του οκτάχρονου Χαίντελ, ξεκίνησε μαθήματα
εκκλησιαστικού οργάνου υπό την εποπτεία του συνθέτη Friedrich W. Zachow. Ο πατέρας
του πέθανε όταν ήταν στην ηλικία των έντεκα ετών και το 1702, από σεβασμό στην επιθυ-
μία του, γράφτηκε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Χάλλε, ενώ εργαζόταν παράλ-
ληλα και ως οργανίστας στον καθεδρικό ναό της πόλης. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στο
Αμβούργο, όπου εργάστηκε ως βιολονίστας στην ορχήστρα της τοπικής όπερας, θέση που
εγκατέλειψε όμως προκειμένου να περιοδεύσει στην Ιταλία κατά την περίοδο 1706 - 1710.
Εκεί ήρθε σε επαφή με μερικούς από τους σπουδαιότερους Ιταλούς συνθέτες της εποχής,
όπως τον Αλεσσάντρο Σκαρλάττι και τον γιο του Ντομένικο. Στην Ιταλία συνέθεσε αρκετά
μουσικά έργα και το ύφος του σημείωσε σημαντική εξέλιξη, ενώ την ίδια περίοδο ο Χαίντελ
άρχισε να γνωρίζει διεθνή αναγνώριση.

Στα τέλη του 1710 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Αγγλία, ενώ τον επόμενο χρόνο παρου-
σίασε την όπερα Rinaldo στο Λονδίνο, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Εκεί άλλαξε και το
όνομά του και το προσάρμοσε, χρησιμοποιώντας το από κει και πέρα επίσημα στην αγγλι-
κή γραφή. Το 1712 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία, όπου συνέχισε τη σταδιοδρομία
του ως θεατρικός επιχειρηματίας, αντιμετωπίζοντας ισχυρό ανταγωνισμό. Το 1737 οδηγή-
θηκε σε χρεοκοπία, γεγονός που συνοδεύτηκε από μία επιδείνωση της υγείας του και προ-
σωρινή παράλυση του δεξιού χεριού του, πιθανώς εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου.
Μετά την ανάρρωσή του, ξεκίνησε να συνθέτει το δημοφιλέστερο ορατόριο του, τον
Μεσσία, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 13 Απρίλη του 1742 στο Δουβλίνο.
Από το 1751 άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα όρασης που οδηγούσαν σταδιακά στην
τύφλωσή του. Υπό αυτές τις συνθήκες, συνέθεσε το 1752 το ορατόριο Ιεφθάε (ο Θρίαμβος
του Χρόνου και της Αλήθειας, έργο του 1757, στηρίχθηκε κυρίως σε προγενέστερο υλικό
του Χαίντελ).
Πέθανε το Πάσχα του 1759 και η ταφή του έγινε με τιμές στο Αβαείο Γουέστμινστερ.

*Πηγή : Βικιπαίδεια

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Γρηγόρης Μπιθικώτσης... Η σπουδαία δωρική φωνή που έγραψε μια ξεχωριστή ιστορία στο Ελληνικό τραγούδι...

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης υπήρξε ένας σπουδαίος τραγουδιστής, που χάρισε στο ελληνικό
τραγούδι μερικές από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του. Ο «σερ» του ελληνικού πενταγ-
ράμμου («σερ Μπιθί» τον είχε αποκαλέσει σε ένα χρονογράφημά του ο Δημήτρης Ψαθάς),
με την «δωρική» φωνή του αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, έδωσε το δικό της βάρος
και τη δική της λαϊκότητα στα μεγάλα έργα του Μίκη Θεοδωράκη και έγινε ο καταλύτης
για να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και του Λειβαδίτη στις πιο
απόμερες γωνιές της Ελλάδας.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε στις 11 Δεκέμβρη 1922 στο Περιστέρι. Ήταν ο μικ-
ρότερος γιος μιας φτωχής πολυμελούς οικογένειας που πάλευε να τα βγάλει πέρα στα δύσ-
κολα χρόνια του Μεσοπολέμου. Μέσα στη θύελλα του '40 τα αδέλφια του έφυγαν για το
Μέτωπο, στην Αλβανία. Εκείνος έμεινε πίσω και ασκούσε το επάγγελμα του υδραυλικού.
Παράλληλα μάθαινε κιθάρα και έκανε τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι σ' ένα ταβερνάκι
της γειτονιάς του. Μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 είχε ακούσει σ' ένα κουτούκι τους
Μάρκο Βαμβακάρη, Μανώλη Χιώτη και Στράτο Παγιουμτζή και, όπως ο ίδιος αφηγείτο, η
συνάντησή του με τον πρώτο ήταν αυτή που πάντα τον συγκινούσε, γιατί του άλλαξε τη
σχέση του με τη μουσική. «Υπεράνω όλων ο Μάρκος Βαμβακάρης» έλεγε συχνά.

Το 1948 γνωρίστηκε εντελώς τυχαία με τον Μίκη Θεοδωράκη στην Κερατέα. Εκεί σταμά-
τησε ένα καμιόνι, που μετέφερε πολιτικούς κρατουμένους στο Λαύριο για να οδηγηθούν
στη Μακρόνησο. Υπήρχε μια βρύση κι ένας στρατιώτης των μεταγωγών γέμισε το παγούρι
του και τους έδωσε νερό να πιουν. Ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Υπηρετώντας τη θητεία του στη Μακρόνησο έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και τα βρά-
δια διασκέδαζε τους αξιωματικούς με την ορχήστρα του στρατοπέδου. Μετά την απόλυσή
του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέ-
της. Τίτλος του πρώτου του τραγουδιού «Το Καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου
Βασιλειάδη. Το τραγούδι ερμηνεύει ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Οι ερμηνείες του στα έργα του Μίκη Θεοδωράκη «Ο Επιτάφιος», «Ρωμιοσύνη»,  σε ποίη-
ση Γιάννη Ρίτσου και «Άξιον Εστί», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, σφράγισαν την παρουσία
του στο ελληνικό τραγούδι του και θεωρούνται αξεπέραστες.
Σημαντική στιγμή στη σπουδαία καριέρα του ήταν και η συνεργασία του με τον Μάνο
Χατζιδάκι («Είμ' αϊτός χωρίς φτερά», «Πάει ο καιρός», «Στο Λαύριο γίνεται χορός»,
«Μίλησέ μου» κ.ά) και με συνθέτες, όπως οι Σταύρος Ξαρχάκος («Άπονη Ζωή», Άσπρη
Μέρα και για μας), Απόστολο Καλδάρα, Μάρκο Βαμβακάρη, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργο
Μητσάκη, Δήμο Μούτση, Άκη Πάνου κ.α

Έγραψε και ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες («Επίσημη Αγαπημένη», «Το μεση-
μέρι καίει το μέτωπό μου», «Μια γυναίκα φεύγει», «Αμφιβολίες», «Στου Μπελαμή το
ουζερί», «Ένα αμάξι με δυο άλογα», «Του Βοτανικού ο μάγκας» κ.ά.). Για πολλά χρόνια
εμφανιζόταν στα πιο γνωστά κοσμικά κέντρα της Αθήνας και ένιωσε τη χαρά της ανα-
κάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ
Πάνου.

Την περίοδο της δικτατορίας οι σχέσεις του με τον Μίκη Θεοδωράκη κλονίστηκαν σοβαρά,
όταν, στις 13 Ιουλίου 1967, τραγούδησε μαζί με την Βίκυ Μοσχολιού τον Ύμνο της 21ης
Απριλίου στα «Δειλινά» της Γλυφάδας. Η δικαιολογία του προς τον Θεοδωράκη ήταν ότι
δεν μπορούσε να αντέξει μια εξορία την στιγμή που η ζωή του είχε στρώσει. Οι δυο τους τα
ξαναβρήκαν οριστικά τον Μάρτιο του 2002 στην μεγάλη συναυλία προς τιμήν του Μπιθι-
κώτση στο ΣΕΦ, η οποία διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Γιώργου Νταλάρα και στην
οποία συμμετείχαν πολλοί καλλιτέχνες και χιλιάδες κόσμος.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέθανε στις 7 Απρίλη 2005, σε ηλικία 82 ετών, ύστερα από
πολύμηνη νοσηλεία στο νοσοκομείο «Υγεία». Έκανε δύο γάμους και απέκτησε 3 παιδιά.
Ο γιος του, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, έγινε επίσης τραγουδιστής.

Πηγή: sansimera.gr/biographies - Βικιπαίδεια



Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Στέλιος Καζαντζίδης... Ένας τεράστιος, ένας μοναδικός λαϊκός ερμηνευτής...

Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας από τους λίγους τραγουδιστές, που κέρδισαν αδιαφι-
λονίκητα τον τίτλο του λαϊκού ερμηνευτή, αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και
στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας
σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.
Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά
και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και
τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγω-
νιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες
που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη
Μικρά Ασία. Από αυτή άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και
από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή.
Ως τη στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος, ο τυφλός συνθέτης Στέλιος Χρυσίνης.
Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ’ ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το
αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα.
Ο Στέλιος, όσε ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια
στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει
στην ταβέρνα του. Έτσι, έγινε η αρχή…

Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα
έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου
Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες»
του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε
γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, αλλά και η
συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε
φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ.
Μετά από αυτό χώρισαν.
Η επόμενη οκταετία (1957 - 1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον
Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια
λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες και στιχουρ-
γούς (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Νικολό-
πουλος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος κ.ά.) και
εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.
Το Μάη του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε
στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και
παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό».
Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα
νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επα-
φή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία
διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».

Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με
τους Τάκη Σούκα, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μά-
κη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο
άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».

Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον
καρκίνο.

Πηγές : sansimera.gr, etsimagazin.com, Βικιπαίδεια

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Ρόζα Εσκενάζυ... Κορυφαία ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου και του σμυρναίικου τραγουδιού...

Η Ρόζα Εσκενάζυ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1883 - 1890 από
γονείς Εβραίους, σεφαρδίτικης καταγωγής (Ισπανοεβραία). Το πραγματικό όνομά της
ήταν Σάρα Σκενάζι.
Γύρω στο 1900 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δέκα χρόνια αργότερα
και παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, η Ρόζα ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία ως
χορεύτρια σε θέατρα και κέντρα διασκέδασης, ενώ σύντομα άρχισε και να τραγουδά, ελληνικά, τούρκικα και αρμένικα τραγούδια.
Στα μέσα της δεκαετίας του '20 κατέβηκε στην Αθήνα κι έπιασε δουλειά ως τραγουδίστρια
στα στέκια των μουσικών της προσφυγιάς. Ο Παναγιώτης Τούντας δεν άργησε να την
ανακαλύψει κι έτσι το 1928-29 έκανε τις πρώτες της ηχογραφήσεις. Γρήγορα έγινε αρκετά
γνωστή και κατά τη δεκαετία του 1930 ηχογράφησε πάνω από 500 ρεμπέτικα, σμυρναίικα
και δημοτικά τραγούδια, ενώ συνεργάστηκε με μεγάλους συνθέτες της Σμύρνης και της
Πόλης, όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Ιάκωβος Μοντανάρης, ο Ιωάννης Δραγάτσης (ή
Ογδοντάκης), ο Κώστας Τζόβενος, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Καρίπης, ο Γρηγόρης
Ασίκης, ο Σωτήρης Γαβαλάς, ο Μανώλης Χρυσαφάκης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου και άλλοι.

Τα δημοφιλέστερα τραγούδια της : Δημητρούλα, Τα κεριά τα σπαρματσέτα, Ναυ-τάκι, Χαρικλάκι, Κάτω στα λεμονάδικα, Μπαμπέσα, Καναρίνι μου γλυκό, Πρέ-
ζα όταν πιεις, Αμανές, Μπαμ και μπουμ, Μη βιάζεσαι μικρή μου θα σ' αρραβω-
νιαστώ, Γύφτισσα, Λιλή η σκανταλιάρα, Σέρβικος πολίτικος, Έλα φως μου, 
Μού 'χεις πάρει το μυαλό, Αερόπλανο θα πάρω, Πατρινιά, Μαρικάκι μου, κ.ά.

Η Ρόζα Εσκενάζυ υπήρξε η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που τραγούδησε σε πάλκο. Άψογη
ερμηνεύτρια, με ύφος, τεχνική και πάθος, αποτέλεσε σημείο αναφοράς και πρότυπο όλων
των μετέπειτα τραγουδιστριών. Τραγική σύμπτωση, το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο
ιδανικά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει με αφορμή ένα δικό της τραγούδι: Το "Πρέζα όταν
πιεις" στάθηκε η αφορμή για την επιβολή της Μεταξικής λογοκρισίας, που άνοιξε το δρόμο
στη σχολή Τσιτσάνη, θέτοντας στο περιθώριο τους ρεμπέτες του μεσοπολέμου.

Τη δεκαετία του 1940 και πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ταξίδεψε ως τραγουδίστρια
στα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. Μετά τον πόλεμο, έκανε περιοδείες στις
Η.Π.Α. και την Τουρκία. Παρέμεινε "μάχιμη" ως τα γεράματά της, διατηρώντας τις ωραίες
ανατολίτικες φορεσιές της (σαλβάρια) που είχε από τα νεανικά της χρόνια. Μετά το 1977
έπασχε από άνοια και παρουσίαζε κρίσεις αμνησίας.
Πέθανε στο σπίτι της, στην Κηπούπολη Περιστερίου, στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.

Πηγή : sansimera.gr/biographies

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Έφυγε σήμερα (21 Δεκέμβρη 2019) από τη ζωή η σπουδαία μαέστρος Τερψιχόρη Παπαστεφάνου...

Η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου γεννήθηκε στο Βόλο. Πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου από 
το Ωδείο του Βόλου. Συνέχισε τις μουσικές σπουδές της στην Αθήνα όπου πήρε δίπλωμα 
πιάνου και ανώτερων θεωρητικών από το Ωδείο του Μανώλη Καλομοίρη. Το '52 ο Μανώλης 
Καλομοίρης της εμπιστεύεται τη διεύθυνση και την αναδιοργάνωση του παραρτήματος του 
Εθνικού Ωδείου Τρικάλων. Έχοντας ιδιαίτερη αγάπη στο χορωδιακό τραγούδι, δημιουργεί 
παιδικές και μικτές χορωδίες. Έτσι γεννιέται η Χορωδία Τρικάλων, που γίνεται γνωστή 
στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

«Στη μελαγχολική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του '50 στις θεσσαλικές πόλεις, για άτομα της 
δικής μου ευαισθησίας, υπήρχαν δύο επιλογές» σημειώνει η ίδια στο βιβλίο της «Ο μύθος 
μιας χορωδίας» (εκδόσεις «Προσκήνιο»): «'Η θα βούλιαζες μέσα στην κατάθλιψη και στην 
αδράνεια, ή θα οπλιζόσουνα με δύναμη για κάτι δημιουργικό. Διαλέγοντας τη δεύτερη 
επιλογή, δημιουργήθηκε με πολλή προσπάθεια το θαύμα της Χορωδίας Τρικάλων. 
Παράδειγμα και ερέθισμα και για άλλες μικρές ή μεγάλες πόλεις. Με τις χορωδιακές μου 
διασκευές στα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη γεννήθηκε κάτι καινούριο. Η μεταφορά του 
έντεχνου τραγουδιού σε χορωδιακή μορφή. Έτσι άρχισε ο μύθος της Χορωδίας Τρικάλων».

Η πρώτη εμφάνιση της Χορωδίας στο «Παλλάς», το Δεκέμβρη του 1955 προκάλεσε 
διθυραμβικές κριτικές, καθώς όλοι μίλησαν για «φως εκ Τρικάλων». Το 1963, η Χορωδία 
Τρικάλων «συναντιέται» με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, τον «Επιτάφιο» του οποίου 
διασκεύασε για χορωδία η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου , πραγματοποιώντας και το μέγα τό-
τε τόλμημα να συνοδεύει τη Χορωδία λαϊκή ορχήστρα. Η Τ. Παπαστεφάνου υπήρξε η πρώ-
τη που μετέφερε το έντεχνο ελληνικό τραγούδι σε χορωδιακή μορφή και η πρώτη που τολ-
μά να το συνοδέψει με λαϊκά όργανα. Το βραβευμένο χορωδιακό σύνολο ηχογραφεί δίσ-
κους πάνω σε τραγούδια του Μ. Θεοδωράκη, διασκευασμένα χορωδιακά από την ίδια. 
Πολύτιμος συμπαραστάτης της υπήρξε ο σύζυγός της, αγωνιστής του ΕΑΜ, Λεωνίδας 
Παπαστεφάνου .

«Ήταν ένα "θαύμα" κοιταγμένο πολύπλευρα», γράφει η Τ. Παπαστεφάνου, αναφερόμενη 
στην περίφημη, ιστορική -και καλλιτεχνικά και κοινωνικοπολιτικά- «Χορωδία Τρικάλων». 
Η φλογερή, δραστήρια μουσικός δύο μόλις χρόνια μετά την εγκατάστασή της στα Τρίκαλα 
έφτασε να έχει «δύο παιδικές χορωδίες, η μία από παιδιά 7 - 11 χρόνων και η δεύτερη 11 - 
15. Μια ανδρική και μια μεικτή. Σύνολο 150 πρόσωπα.

Το '66 εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου τη βρίσκει η δικτατορία και σιωπά επτά ολόκληρα 
χρόνια. Αυτή την περίοδο αρχίζει να μελοποιεί έργα μεγάλων μας ποιητών τα οποία 
ηχογραφεί στη μεταπολίτευση.Τα έργα της είναι: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Πάνου 
Παναγιωτούνη, «Αδούλωτη» της Έλλης Παπαδημητρίου, «Άσμα ασμάτων» σε μεταγραφή 
Γιώργου Σεφέρη, «Πρελούδια» ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου, «Πόλεμος και 
Ειρήνη» του Γιάννη Ρίτσου και ένα ορχηστρικό «Καϋμοί στη γειτονιά».

Η Τερψιχόρη Παπαστεφάνου, με την ίδια υπευθυνότητα και την ίδια θέρμη της νιότης της 
συνέχισε για δεκαετίες να διδάσκει και να διευθύνει χορωδιακά σύνολα. Ένα από αυτά 
ήταν και η Χορωδία του Ψυχαγωγικού Ομίλου Σιδηροδρομικών, η οποία τον Μάη του 2011 
διοργάνωσε μια τιμητική συναυλία για την μαέστρο στην αίθουσα συνεδρίων της ΚΕ του 
ΚΚΕ στον Περισσό, όπου παραβρέθηκε και η ίδια.

*Αναδημοσίευση από το 902.gr

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Αργύρης Κουνάδης... Ένας σπουδαίος μουσικός, ο οποίος πέθανε σαν σήμερα... 22 Νοέμβρη 2011...

Ο Αργύρης Κουνάδης γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη τον Φλεβάρη του 1924. 
Ερχόμενος στην Ελλάδα σπούδασε στην Αθήνα πιάνο και ανώτερα θεωρητικά και 
διπλωματούχος αυτών έλαβε στη συνέχεια υποτροφία από το Ι.Κ.Υ. (1958), όπου 
και μετέβη στη τότε Δυτική Γερμανία συνεχίζοντας τις σπουδές του στη πόλη 
Φράιμπουρκ απ΄ όπου και έλαβε πτυχίο διευθυντού ορχήστρας.

Το 1961 έλαβε μέρος στον Διεθνή διαγωνισμό της Εταιρίας Σύγχρονης Μουσικής 
στη Κολωνία με επιτυχία. Δύο χρόνια μετά ανέλαβε καθηγητής της μουσικής στην 
Ανώτατη Σχολή Μουσικής του Φράιμπουρκ. Το 1967 έλαβε μέρος στον Διεθνή Δια-
γωνισμό Μουσικής στο Αμβούργο. Κατά το αμέσως επόμενο διάστημα 1967-1973 
διεύθυνε όλα τα προγράμματα «Βίβα Μούζικα» της ίδιας της Σχολής.

Έγραψε πολλά είδη κλασσικής μουσικής όπως μουσική δωματίου, μουσική για όπερες, 
αλλά και μουσική για θέατρο και κινηματογράφο (σε περισσότερες από δέκα ταινίες), 
καθώς και την μουσική σύνθεση πολλών ελληνικών τραγουδιών των δεκαετιών του 
1970 και 1980. Από το σύνολο των έργων του, ξεχωρίζουν το «Χορικό» για συμφωνική 
ορχήστρα, τα «Ετεροφωνικά ιδιόμελα» για συμφωνική επίσης ορχήστρα, «Κουϊντέτο 
για πνευστά», «Κουαρτέτο για έγχορδα» κ.ά.. Επίσης οι, περισσότερο με σαρκαστικό 
χαρακτήρα, όπερες: «Το λαστιχένιο φέρετρο», «Τα μαγεμένα αναλόγια», «Απόδραση»,
«Τειρεσίας», «Βάκχαι» κ.ά.
Τα περισσότερα έργα του Α. Κουνάδη, μέχρι το 1980, είχαν παιχτεί σ΄ όλες τις χώρες 
της Δ. Ευρώπης, καθώς επίσης και στις ΗΠΑ, Καναδά Αργεντινή, Βραζιλία, Ιαπωνία, 
Αυστραλία, Ισραήλ, Πολωνία, Ρουμανία , Γιουγκοσλαβία και βέβαια στην Ελλάδα, 
τόσο στην Εθνική Λυρική Σκηνή όσο και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, κ.α.

Από τα ελληνικά τραγούδια, που έγραψε τη μουσική, ξεχωρίζουν περισσότερο το ωραίο 
θαλασσινό τραγούδι «Όρτσα τα πανιά», με τους αλληγορικούς στίχους των ψυχικών 
δυνάμεων της ελευθερίας, «Στη πλατεία Αβησσυνίας» και το «do you like the Greece» 
που απέδωσε σε πρώτη εκτέλεση ο Α. Καλογιάννης, επίσης και η «Λατέρνα» που την 
τραγούδησε η Ελένη Βιτάλη.

Φιλμογραφία

Ουρανός (1962)
Αντιγόνη (1961)
Eroica (1960)
Της νύχτας τα καμώματα (1957)
Κυριακάτικοι ήρωες (1956)
Το κορίτσι με τα μαύρα (1956)
Θυσία της μάνας (1956)
Τζο ο τρομερός (1955)
Το ποντικάκι (Το κορίτσι με τα λουλούδια) (1954)
Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται (ταινία) (1953)
Ο πύργος των ιπποτών (1952)

Ο Α. Κουνάδης ήταν μόνιμος κάτοικος της πόλης Φράιμπουρκ της Γερμανίας, 
όπου και πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 2011.

*Πηγή : Βικιπαίδεια

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

O Antony Joseph, ένας τζαζ ποιητής, στο Half Note από την Παρασκευή 22 Νοέμβρη μέχρι και τη Δευτέρα 25 Νοέμβρη...

Μάλλον δεν υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι ποιητές που να διδάσκουν δημιουργική γραφή 
σε πανεπιστήμιο και, παράλληλα, να εμφανίζονται σε πλήθη κόσμου σε διάφορα φεστιβάλ. 
Ο Anthony Joseph είναι η εξαίρεση ενώ το συγγραφικό του έργο (ποίηση,  λογοτεχνία 
κ.λπ.), αυγαταίνει παράλληλα με το επιστημονικό και η καλλιτεχνική του υπόσταση γίνε-
ται όλο και πιο σαφής. Για να γίνουμε κι εμείς πιο σαφείς, ο Anthony Joseph είναι μια 
ξεχωριστή καλλιτεχνική προσωπικότητα που πρωτοπορεί στη σύγχρονη αφροβρετανική 
μουσική σκηνή. Στην ουσία είναι ένας τζαζ ποιητής που αντλεί από την εδραιωμένη ήδη 
τζαζ ποίηση και τον σουρεαλισμό σε συνδυασμό με τις μουσικές του ρίζες, που είναι αυτές 
της Καραϊβικής και ιδιαίτερα του Τρίνινταντ, απ’ όπου και προέρχεται.

Ο Anthony Joseph είναι ένας διανοητής ράπερ που δεν αυτοεξαντλείται στα τυπικά του 
χιπ χοπ αλλά επιλέγει ζωντανές μουσικές από το πολιτισμικό του περιβάλλον για να δώσει 
μια ισχυρή μουσική ταυτότητα που ήδη έχει καταγραφεί σε επτά σημαντικούς δίσκους από 
το 2007 ως σήμερα που δίνουν μια νέα διάσταση στον συνδυασμό τζαζ φανκ και ποιητικού 
λόγου.

Ο Anthony Joseph γεννήθηκε στο Τρίνινταντ και η βασική του επίδραση ήταν η μουσική 
calypso ενώ στην εφηβεία του ανακάλυψε το ταλέντο του στο γράψιμο και γνώρισε τη 
μουσική reggae. Στην Αγγλία σπούδασε λογοτεχνία και γνώρισε το έργο του Gil Scott-
Heron, του πρωτοπόρου αυτού τζαζ ποιητή και ράπερ. Από εκεί, τα πράγματα πήραν τον 
δρόμο τους και η τέχνη του Anthony Joseph αναδείχθηκε με τέτοιους ρυθμούς που σήμερα 
να είναι ανάμεσα στους κορυφαίους του σύγχρονου ποιητικού τζαζ-ραπ, με συνεργασίες 
με εξέχοντες μουσικούς της μοντέρνας σκηνής σόουλ, τζαζ, world κ.λπ.

*Αναδημοσίευση από το in.gr

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Σαν σήμερα... 19 Νοέμβρη 1828, πέθανε σε ηλικία 31 χρόνων, ο σπουδαίος Αυστριακός συνθέτης Φραντς Πέτερ Σούμπερτ (Franz Peter Schubert) (1797 - 1828)...

Ο Φραντς Σούμπερτ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μουσουργούς όλων των εποχών 
και ίσως ο καλύτερος εκφραστής του ρομαντισμού στην μουσική. Η ποιότητα των έργων 
του σε όλους τους τομείς, όπως συμφωνίες, μουσική για πιάνο, μουσική δωματίου και πά-
νω απ'όλα στην μορφή του ληντ (ρομαντικά τραγούδια) αγγίζει την τελειότητα και είναι 
ακόμα πιο αξιοθαύμαστη αν αναλογισθεί κανείς ότι πέθανε σε ηλικία 31 μόλις ετών. 

Ήταν εξαιρετικά παραγωγικός σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Συνέθεσε έργα
όπως : 9 συμφωνίες, 15 κουαρτέτα εγχόρδων, το κουιντέτο εγχόρδων "Η πέστροφα", 2 τρίο 
για πιάνο, περίπου 20 σονάτες για πιάνο, 6 μουσικές στιγμές για πιάνο, 8 Improptus για 
πιάνο, Φαντασία σε ντο μείζονα "Ο Οδοιπόρος για πιάνο", πάνω από 600 λίντερ (Lieder), 
με σημαντικότερους τους κύκλους "Η Ωραία Μυλωνού" και "Χειμωνιάτικο ταξίδι", 4 λει-
τουργίες, το ορατόριο "Λάζαρος" και 4 όπερες. 

Το 1823, όταν εκδήλωσε κάποιο αφροδίσιο νόσημα. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι πάσ-
χει από σύφιλη, ανίατη και θανατηφόρα ασθένεια εκείνη την εποχή. Αυτό το γεγονός του 
δημιούργησε κατάθλιψη και τον επηρέασε σημαντικά. Πιθανολογείται ότι ακριβώς, αυτή 
η άσχημη ψυχολογική του κατάσταση τον εμπόδισε να ολοκληρώσει την 8η συμφωνία του, 
που έμεινε για πάντα γνωστή με το όνομα "Ημιτελής".
Τα χρόνια περνούσαν με εναλλαγές ανάμεσα στην επιτυχία και τις δυσκολίες ως το 1828, 
όταν η ήδη κλονισμένη υγεία του επιδεινώθηκε από τυφοειδή πυρετό, που τον οδήγησε 
τελικά στο θάνατο, στις 19 Νοέμβρη και σε ηλικία 31 ετών.


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Σαν σήμερα... στις 18 Νοέμβρη 1985, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 χρόνων... ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας...

Υπήρξε σπουδαίος συνθέτης, τραγουδιστής και εξαιρετικός οργανοπαίκτης, ένας από 
τους σπουδαιότερους ρεμπέτες.
Πολλά τα αγαπημένα του τραγούδια, με τα οποία μεγαλώσαμε και εξακολουθούμε και 
σήμερα να ακούμε και να αγαπάμε. Κάποια από αυτά είναι : «Ζούσα μοναχός χωρίς 
αγάπη», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο 
το μυαλό μου φτερουγίζει», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», 
«Το τραγούδι της αγάπης»,«Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Παρηγοριά ζητού-
σα κάθε βράδυ», «Αλάνι με φωνάζουν», «To μαναβάκι», «Θα κλέψω μια μελαχρινή», 
«Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Πάντα με γλυκό χασίσι», «Για μια κουτσουκαριώτισσα», 
«Μάτια γλυκά και γαλανά», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Να' ναι γλυκό το βόλι», τραγούδι 
για τον καπετάνιο Άρη, «Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας», τραγούδι για τον ΕΛΑΣ κλπ.

Το 1941, μέσα στην κατοχή, έχασε το φως του, λόγω αβιταμίνωσης.
Το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το πήρε το 1925 όταν διασκεύασε και έπαιξε στο 
μπουζούκι του κάποια κομμάτια από την οπερέτα του Ούγγρου συνθέτη Έμεριχ Κάλμαν 
"Η Μπαγιαντέρα".

Είχα την τύχη και τη χαρά να τον γνωρίζω προσωπικά όταν ήμουν έφηβος, στη Δραπετ-
σώνα, και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γλυκύτητα και την ανθρωπιά του, αλλά και το πάθος 
του για το μπουζούκι... Εκτός βέβαια από μπουζούκι, έπαιζε εξαιρετικά μαντολίνο, κιθά-
ρα και βιολί.
Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ "Κύριε" Μήτσο... όπως σε έλεγα τότε... ούτε φυσικά και τα 
αγαπημένα σου τραγούδια...

Ο Δημήτρης Γκόγκος δουλευτής και ο ίδιος για χρόνια στο λιμάνι του Πειραιά, ζυμωμέ-
νος και ταυτισμένος με την εργατική τάξη, έδειξε από πολύ νωρίς έντονο πολιτικό ενδια-
φέρον. Έτσι λίγο πριν από τον πόλεμο έγινε μέλος του ΚΚΕ και έμεινε πιστός στα ιδανικά 
του μέχρι το τέλος.

Κοσμάς Λεοντιάδης

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Σαν σήμερα... 16 Νοέμβρη 1971, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος τραγουδιστής του ρεμπέτικου Στράτος Παγιουμτζής (Τεμπέλης)...

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904. Ήλθε στην Ελλάδα πριν από τη 
Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από παιδί μπήκε στο 
μεροκάματο, αλλά το μεγάλο πάθος του ήταν το τραγούδι. Γρήγορα γνωρίστηκε με 
την πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη 
Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς λαϊκή ορχήστρα. Ήταν γνωστή 
ως «Τετράς του Πειραιώς», στην καθαρευουσιάνικη εκδοχή του Μπάτη.

Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσ-
ταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, 
όμως ο Στράτος είναι ο βασικός τραγουδιστής. Την ίδια χρονιά, ο Μάρκος ετοιμάζεται 
να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Ο Μάρκος πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει 
τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει, καθώς η κομπανία είχε βασικό 
τραγουδιστή τον Στράτο και ο ίδιος δεν πίστευε στις φωνητικές του ικανότητες. 
Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος 
ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Έτσι, δημιουργείται το εξής παράδοξο: Στο λαϊκό 
πάλκο τα τραγούδια του Μάρκου να ερμηνεύονται από το Στράτο και στη δισκογραφία 
από τον Μάρκο.
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται στη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης. Ηχογραφεί 
πρώ-τα το τραγούδι «Μπάτης ο δερβίσης» και ετοιμάζεται να ηχογραφήσει το 
«Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο». Η κομπανία προβάρει το τραγούδι, ο Μπάτης όμως δεν 
μπορεί να τραγουδήσει κι έτσι ηχογραφείται με τη φωνή του Στράτου. Ακολουθούν 
τα τραγούδια «Οι σφουγγαράδες» και «Μάγκες καραβοτσακισμένοι» και το 1936 
ο Στράτος ερμηνεύει τραγούδια και του τέταρτου της παρέας, του Ανέστη Δελιά 
(«Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά.).

Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας των Πειραιωτών ο Στράτος συμμετέχει 
στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει. Σε πολλά απ' τα πρώτα 
τραγούδια του Μάρκου παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου 
η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τις 
ζωντανές σου τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου»). Καμιά 
φορά χαιρετίζει και τον εαυτό του! («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου!»).
Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι ήδη μύθος. Από 
τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων. Το 1935 τον 
χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ' την Πύλο») και 
από το 1937 και άλλοι μεγάλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας 
(«Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν' ευτυχής ο άνθρωπος» κ.ά.), ο Κώστας Σκαρβέλης 
(«Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά» κ.ά.) και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασ-
σινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου» κ.ά.).
Το 1938 ο Στράτος θα τραγουδήσει Μανώλη Χιώτη («Δε λες το ναι και συ») και μερικά 
απ' τα καλύτερα τραγούδια του Μπαγιαντέρα («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Χατζηκυριά-
κειο»). Με τον Τσιτσάνη είχε γνωριστεί μερικούς μήνες νωρίτερα και μαζί του θα ξεκι-
νήσει μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες πασίγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοη-
χογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο 
με την επιτυχία τους.

Μετά την Κατοχή, ο Στράτος συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς 
δημιουργούς (Μάρκο, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας 
(«Πάνω σ' ένα βράχο») και ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»). 
Θα συνεχίσει στη δισκογραφία ως τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε με την άνθηση 
του αρχοντορεμπέτικου η καριέρα του θα πάρει την κατιούσα.

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Ζαμπέτας τον ξαναφέρνει στο προσκήνιο, εκμεταλλευό-
μενος τη μεγάλη του επιρροή στις εταιρίες. Ο Στράτος ηχογραφεί προπολεμικά ρεμπέτικα 
του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών, τον περίφημο αμανέ «Μινόρε 
του Στράτου» και τον ύμνο του Ολυμπιακού «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ» 
(«Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ / που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ). 
Εκτός απ' τη δισκογραφία, ο Στράτος επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε 
ασταμάτητα απ' το 1934 έως το 1955.

Τον Οκτώβρη του 1971 καταφέρνει να βγάλει διαβατήριο (το 1937 είχε συλληφθεί για 
χρήση χασίς και πήγε εξορία με αποτέλεσμα να μην του εκδόσουν ποτέ διαβατήριο) και 
να πάει στη Νέα Υόρκη. Δούλεψε στη «Σπηλιά», όπου αποθεωνόταν απ' τους ομογενείς. 
Στις 16 Νοεμβρίου 1971 «έσβησε» πάνω στο πάλκο, σε ηλικία 67 ετών.

*Πηγή : Βικιπαίδεια


Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Σαν σήμερα... 3 Ιούνη 1899, πεθαίνει ο σπουδαίος Αυστριακός συνθέτης Γιόχαν Στράους (Johann Strauss) (ο νεότερος) (1825 - 1899)...

Ο Γιόχαν Στράους  γεννήθηκε στις 25 Οκτώβρη 1825 στη Βιέννη και ήταν ο μεγαλύτερος 
γιος του συνθέτη Γιόχαν Στράους του πρεσβύτερου (1804-1849), του επονομαζόμενου και 
«πατέρα του βαλς». Επειδή ο πατέρας του επιθυμούσε γι’ αυτόν ένα επάγγελμα που δεν 
θα είχε σχέση με τη μουσική, ο νεαρός Γιόχαν άρχισε τη σταδιοδρομία του ως τραπεζικός 
υπάλληλος.
Ωστόσο, σπούδασε κρυφά βιολί με την ενθάρρυνση της μητέρας του και όταν ο πατέρας 
του εγκατέλειψε την οικογένεια, ένοιωσε απελευθερωμένος και αποφάσισε να ασχοληθεί 
επαγγελματικά με τη μουσική. Το 1844 δημιούργησε τη δική του μικρή ορχήστρα και 
πρωτόπαιξε σ’ ένα βιενέζικο εστιατόριο.
Το 1849, όταν ο πατέρας του πέθανε, ο Γιόχαν συγχώνευσε την ορχήστρα του με εκείνη 
του πατέρα του και ξεκίνησε μία περιοδεία, στην οποία περιέλαβε τη Ρωσία (1865-1866) 
και την Αγγλία (1869), γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Το 1870 παραχώρησε τη διεύθυνση 
τhς ορχήστρας στους δύο αδελφούς του, Γιόζεφ Στράους (1827-1870) και Έντουαρτ (1835-
1916). Το 1872 διηύθυνε κοντσέρτα στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη.

Από τα πολυάριθμα βαλς που έγραψε διασημότερα είναι τα: «Ο ωραίος γαλάζιος Δούνα-
βης» («An der schönen blauen Donau», 1867), το κύριο θέμα του οποίου αναδείχθηκε σε 
μία από τις δημοφιλέστερες μελωδίες της μουσικής του 19ου αιώνα, «Παραμύθια από το 
δάσος της Βιέννης» («Geschichten aus dem Wienerwald», 1868), «Κρασί, γυναίκα και 
τραγούδι» («Wein, Weib und Gesang»,1869), «Βιεννέζικο αίμα» («Wiener Blut», 1871) 
και «Αυτοκρατορικά βαλς» (Kaiser-waltzer, 1888).
Από τις πόλκες του, πιο γνωστή είναι η «Tritsch-Tratsch-Polka» («Η Πόλκα του κουτσο-
μπολιού» σε ελεύθερη μετάφραση) και για μας τους Έλληνες «Η Πόλκα των Ελλήνων» 
(Hellenen-Polka,1858), που συνέθεσε για τον πολιτικό και οικονομικό μεγαλοπαράγοντα 
της Βιέννης, τον ελληνικής καταγωγής βαρώνο Σίμωνα Σίνα.
Από τα σκηνικά του έργα, η «Νυχτερίδα» («Die Fledermaus», 1874) αποτελεί κλασικό 
δείγμα βιενέζικης οπερέτας, ενώ την ίδια επιτυχία είχε «Ο Βαρώνος Ατσίγγανος» (Der 
Zigeunerbaron, 1885). Ξεχωριστή θέση στο έργο του έχουν και οι οπερέτες «Καρναβάλι 
στην Ρώμη» (Karneval in Rom, 1873) και «Μία Νύχτα στην Βενετία» («Eine Nacht in 
Venedig», 1883).
Τη μουσική του, αν και κατατάσσεται στην ελαφρά, θαύμαζαν συνθέτες του διαμετρήματος 
του Γιοχάνες Μπραμς, του Ρίχαρντ Βάγκνερ και του Ρίχαρντ Στράους (απλή συνωνυμία).

Ο Γιόχαν Στράους παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά δεν απέκτησε παιδιά. Πέθανε από πνευ-
μονία στη Βιέννη στις 3 Ιουνίου 1899.

*Πηγή : sansimera.gr


Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας (1907 - 1975)... Ένας από τους πρωτοπόρους στιχουργούς, μια ιδιαίτερη περίπτωση στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας υπήρξε και μια προσωπικότητα μοναδική και προκλητική
που έζησε κι έδρασε, πέρα από τα όρια και τις κοινωνικές συμβάσεις, στους ημιπαράνο-
μους χώρους του Πειραιά και στο γκέτο της Δραπετσώνας. Εκεί επιβλήθηκε κι έγινε ένα 
ξεχωριστό πρόσωπο που έγραψε ιστορία στην εποχή του, στην πιάτσα του Πειραιά, στον 
υπόκοσμο και στον κόσμο των ρεμπέτηδων.
Η μυθιστορηματική ζωή του ξεκινά από τη Σαλαμίνα, στην οποία γεννήθηκε το 1907. 
Γύρω στα 1916-1917 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στον Πειραιά, στον Άγιο Νικόλαο 
στο Τελωνείο. Ο πατέρας του, ο Γιώργος Μάθεσης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους 
ιχθυέμπορους στην Κεντρική Ιχθυαγορά του Πειραιά. Το 1922 ο Ν. Μάθεσης, σε ηλικία 
15 ετών, βρέθηκε στην ψαραγορά κι από ‘κεί, όπου μεγάλωσε κι ανδρώθηκε, μπήκε, 
αργότερα, στην πιάτσα του Πειραιά.

Σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο προσπάθησε να γίνει από τους πρώτους και καλύτερους μάγκες. 
Ήθελε να γίνει πρωτοπαλίκαρο και άρχισε να κάνει κατορθώματα πάνω στη μαγκιά και 
το νταηλίκι. Όλοι οι κουτσαβάκηδες κι οι νταήδες προπολεμικά τον υπολόγιζαν. 
Νόμος του ο νόμος της μαγκιάς. Ήταν πασίγνωστος. Μόλις έλεγε Νίκος Τρελάκιας, τον 
γνωρίζανε και οι πέτρες. Το 1938 μάλιστα έκανε και φόνο, όπου, βρισκόμενος σε άμυνα, 
σκότωσε τον Στρίγκλα, τον μάγκα και το φόβητρο της Φρεαττύδας.
Στη δισκογραφία του ρεμπέτικου μπήκε νωρίς, από το 1930, σαν ένας από τους πρώτους 
στιχουργούς του. Ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια («Μες στου Νικήτα τον τεκέ» και 
«Ο γεωργός») με τον Γιώργο Παπασιδέρη και συνεργάστηκε με όλους τους γνωστούς 
συνθέτες της περιόδου 1930-1939, Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη ή Ογδόντα, Δημήτρη 
Μπαρούση ή Μπαρού ή Λορέντζο, Μανόλη Χρυσαφάκη ή Φυστιξή, Γιώργο Μπάτη, Πέτρο 
Κυριακού, Ανέστη Δελιά ή Αρτέμη και φυσικά τον Στελλάκη Περπινιάδη(1934) με, το 
πασίγνωστο χασάπικο, τη θρυλική «Γάτα»:
Έδιωξα κι εγώ μια γάτα / πού’ χε γαλανά τα μάτια
σαν κοιμόμουνα τη νύχτα / μου’ χωνε βαθιά τα νύχια…

Τραγούδια του τραγούδησε και η υπέροχη και ανεπανάληπτη Ρόζα Εσκενάζυ. Τα τραγού-
δια του είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά εκείνης της περιόδου και σαν στιχουργός κατατάσ-
σεται στους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού με ουσιώδη προσφο-
ρά στην ανάπτυξή του εκείνα τα χρόνια.
Στα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Σταύρο Τζουανάκο 
και με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το τραγούδι τους «Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά» ήταν από τις 
πιο μεγάλες επιτυχίες της εποχής(1950), ένα κλασικό ζεϊμπέκικο που παίζεται και τραγου-
διέται μέχρι τις μέρες μας :
Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά / για τόχες παρακάνει
και στο Χατζηκυριάκειο, άμυαλη / άρχισες το σεργιάνι…

Τελευταίο του τραγούδι (ανέκδοτο) που ηχογραφήθηκε, μετά το θάνατό του, είναι το 
«Ένας λεβέντης έσβησε» (γραμμένο για το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη) με τον Γιώργο 
Νταλάρα στο δίσκο «Τα ρεμπέτικα της κατοχής» (1980).

Ο Νίκος Μάθεσης έχει κατακτήσει, άξια κι αδιαμφισβήτητα, την πρωταγωνιστική του θέ-
ση στην ρεμπέτικη ιστορία. Αποτελεί μοναδική περίπτωση πληρότητας και αυθεντικότη-
τας, όπου λόγος και έργο ταυτίζονται στα πλαίσια ενός βίου ακραίου, προκλητικού, αλλά, 
συνάμα, και δημιουργικού. Πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε το βιβλίο του Λευτέρη Παπα-
δόπουλου «Να συλληφθεί το ντουμάνι». Πρόκειται για μια σημαντική έρευνα, στην οποία 
συγκεντρώνονται συνεντεύξεις που ο Λ. Παπαδόπουλος είχε πάρει, το 1972,από παλιούς 
ρεμπέτες και τεκετζήδες.

Ο Μάθεσης έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στο βιβλίο, όχι μόνο λόγω της συνέντευξής του 
που περιέχεται σ’ αυτό, αλλά και γιατί είναι, άθελά του, αυτός που έδωσε και τον τίτλο του.
Περιγράφει με τον χαρακτηριστικό λόγο του όλο το σκηνικό τεκές, τεκετζήδες, χασικλήδες 
– αστυνομία και καταλήγει αναφερόμενος στις εφόδους της αστυνομίας στους τεκέδες : 

«…Εν τω μεταξύ, με το μπραφ, έχουνε τσιλιαδόρους αυτοί. Χανότανε ο αργιλές. Ε, το 
ντουμάνι… Πάρε το ντουμάνι να το συλλάβεις! Και καν’ του μήνυση. Κατάλαβες;». 
Το κατάλαβε βέβαια ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και είχε έτοιμο φυσικά και τον τίτλο του 
βιβλίου του, «Να συλληφθεί το ντουμάνι», χάρη στην άμεση κι αυθεντική αφήγηση του 
Μάθεση, ενός δημιουργού που, τριάντα πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, ο λόγος του και 
το έργο του παραμένουν πάντα διαχρονικά.

*Πηγή : pireaspiraeus.com/Ρεμπέτικο και Πειραιάς

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (Ludwig van Beethoven) (1770 - 1827)... Ένας από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους συνθέτες όλων των εποχών, αλλά και μία ιδιότροπη προσωπικότητα...

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ξεκίνησε να χάνει την ακοή του μόλις στα 26, γεγονός που 
τον οδήγησε σε σταδιακή απομόνωση. Ο δάσκαλός του, Γιόζεφ Χάυντν παρατήρησε 
ότι ο Μπετόβεν σταμάτησε να τον επισκέπτεται, ενώ το πιάνο στο σπίτι του ήταν συχνά 
ξεκούρδιστο, σημάδι της επιδεινωμένης ακοής του. Ο ίδιος ο Λούντβιχ πίστευε ότι το 
περπάτημα αποτελεί πηγή έμπνευσης κι έτσι κυκλοφορούσε στους δρόμους της Βιέννης 
κουνώντας έντονα τα χέρια του και μουρμουρώντας μουσικά σπαράγματα, ενώ οι γύρω 
του τον κοιτούσαν με περιέργεια. Στη Βιέννη μετακόμισε περισσότερες από 40 φορές, 
καθώς ιδιοκτήτες αλλά και γείτονες παραπονιούνταν για την άνευ προηγουμένου 
ακαταστασία (ένας επισκέπτης μίλησε για «το πιο βρώμικο μέρος που έχω δει ποτέ») 
αλλά και τη διαρκή «ηχορύπανση» που προκαλούσε, παίζοντας πιάνο όλες τις ώρες της 
ημέρας και της νύχτας. Εκτός από το σπίτι του, παραμελούσε και τον εαυτό του, κυκλο-
φορώντας με φθαρμένα, σκισμένα ρούχα, ατημέλητα μαλλιά και κάτωχρο δέρμα γεμάτο 
ακμή. Η σχέση του με τις γυναίκες παρέμεινε μια ζωή προβληματική, καθώς επέλεγε συχ-
νά μη διαθέσιμες, ανώτερης τάξης κυρίες που δεν ανταπέδιδαν το ενδιαφέρον του, ζώντας 
διαρκώς έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.

*Πηγή : huffingtonpost.gr

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Δημήτριος Σέμσης ή Σαλονικιός (1883 - 1950)...

Ο Δημήτριος Σέμσης, ήταν βιρτουόζος παραδοσιακός βιολιστής. Γεννήθηκε το 1883 στη 
Στρώμνιτσα η οποία την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανήκε στο βιλαέτι της 
Θεσσαλονίκης.

Ο πατέρας του και ο παππούς ήταν Ομπρελάδες και επίσης βιολιστές. Στα τέλη του δεκά-
του ενάτου αιώνα, συμμετείχε στη μπάντα ενός τσίρκου, το οποίο περιόδευε σε όλα τα 
Βαλκάνια. Αργότερα εντάχθηκε σε άλλες περιοδεύουσες ορχήστρες και έπαιξε στην 
Τουρκία, Συρία, Αίγυπτο, Σουδάν και αλλού. Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, 
η Στρώμνιτσα πέρασε στο Βασίλειο της Σερβίας. Στο τέλος του 1919 η οικογένεια του 
Δημήτριου Σέμση μετανάστευσε στη Θεσσαλονίκη. Το 1923 παντρεύτηκε τη Δήμητρα 
Κανούλα και απέκτησε 4 παιδιά. Στις αρχές του 1927 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. 
Αυτή την εποχή έλαβε το προσωνύμιο "Σαλονικιός", μάλλον επειδή κάποιοι παράγοντες 
των δισκογραφικών εταιρειών νόμιζαν ότι καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. 
Είναι ο πρώτος οργανοπαίκτης που το όνομά του αναγράφεται στις ετικέτες δίσκων. 
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Δημήτρης Σέμσης ήταν Διευθυντής Ηχογράφησης 
στην ΗΜV και στην Columbia, θέσεις με μεγάλη επιρροή, τις οποίες και διατήρησε και 
στις δεκαετίες του 1930 και 1940. Συμμετείχε σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις παραδοσια-
κών, σμυρναϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών στο διάστημα 1924 - 1931, παρουσίασε γύ-
ρω στο 1928 τα πρώτα του τραγούδια και το 1931 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση 
της His Master's Voice, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του. Έγραψε πάνω από 100 
τραγούδια.
Τη δεκαετία του 1930, ο Δημήτρης ηχογραφούσε με τη Ρόζα Εσκενάζι γνωρίζοντας μεγά-
λες επιτυχίες. Συχνά, την συνόδευε στις ταβέρνες μαζί με τους Τομπούλη, Λάμπρο Σαββαΐ-
δη και Λάμπρο Λεοναρίδη. Οι συνθέσεις του ηχογραφούνταν από τους μεγαλύτερους καλ-
λιτέχνες της εποχής εκείνης, όπως η Ρίτα Αμπατζή, ο Στελλάκης Περπινιάδης και ο Στρά-
τος Παγιουμτζής. Έγραψε ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια, καθώς και σμυρνέικα και 
αμανέδες.
Όπως φαίνεται από τις ηχογραφήσεις, ο Δημήτρης ήταν, χωρίς αμφιβολία, ο μεγαλύτερος 
βιολιστής που ηχογράφησε στο χώρο του ρεμπέτικου/σμυρνέικου. Ηχογράφησε πολλές 
εκατοντάδες δίσκους και πολλοί από αυτούς επανακυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια. 
Το 1972, σε μια συνέντευξή της, η Ρόζα Εσκενάζι είπε ότι ο Δημήτρης έπαιζε "το καλύτερο 
βιολί του κόσμου".

Μετά από μια σύντομη νοσηλεία, ο Δημήτρης Σέμσης πέθανε από καρκίνο στην Αθήνα, 
στις 13 Γενάρη του 1950.

Πηγή : Βικιπαίδεια

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Λούις Ντάνιελ Άρμστρονγκ (Louis Daniel Armstrong) (1900 - 1971)...

Αμερικανός τρομπετίστας της τζαζ, ο πρώτος μεγάλος σολίστας που ανέδειξε το είδος αυτό
της μουσικής κι έγινε ο πρεσβευτής του στα πέρατα της οικουμένης. Ήταν γνωστός και με 
το παρατσούκλι Σάτσμο (Satchmo), παραφθορά της λέξης satchelmouth, δηλαδή «με στόμα 
σαν σακούλα», επειδή όταν ήταν μικρός συνήθιζε να βάζει τις πενταροδεκάρες που κέρδιζε 
στο στόμα του για να μην του τις κλέβουν οι συνομήλικοί του.

Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη στις 4 Αυγούστου 1900. Το 1922 αφήνει τη 
Νέα Ορλεάνη και ταξιδεύει με το τρένο για το Σικάγο για να συναντήσει και να ενσωμα-
τωθεί στην ορχήστρα του ινδάλματός του, του κορνετίστα Τζο «Κινγκ» Όλιβερ, ξεκινώντας 
έτσι ένα καινούργιο κεφάλαιο της ζωής του που θα τον φέρει σύντομα στη Νέα Υόρκη, 
στην Καλιφόρνια και από εκεί στην Ευρώπη (για πρώτη φορά το 1932 στην Αγγλία) και σε 
ολόκληρο τον κόσμο. Καθόλου άσχημα για ένα αγόρι χωρίς πατέρα, που μεγάλωσε σε μία 
κακόφημη γειτονιά και κυκλοφορούσε ανάμεσα σε πόρνες, προαγωγούς, χαρτοπαίχτες και 
μικροεγκληματίες.
Αλητάκος του δρόμου και ο ίδιος, έμαθε μουσική στο αναμορφωτήριο. Έκανε δουλειές του 
ποδαριού, χαρτόπαιζε και όποτε του δινόταν η ευκαιρία έπαιζε με διάφορες μπάντες της 
Νέας Ορλεάνης σε γιορτές, παρελάσεις, κηδείες ή στα περίφημα honky- tonks (μπαρ, 
καμπαρέ, ή λέσχες, στα οποία έπαιζαν ορχήστρες μαύρων μουσικών). Η μητέρα του Μεϊάν 
(Μαίρη Aν) άλλαζε τους «πατριούς» σαν τα πουκάμισα και χανόταν για μέρες από το σπίτι, 
στάθηκε όμως ασπίδα σωτηρίας για τον Μικρό Λούι, όπως τον αποκαλούσαν για χρόνια στη 
γειτονιά του.

Ο Άρμστρονγκ κατόρθωσε να βρει τον δικό του τρόπο για το παίξιμο της τρομπέτας, «με 
αυτόν τον ολοστρόγγυλο και ολοκληρωμένο τόνο που φυσούσε με όλα τα χορευτικά μόρια 
του σώματός του» κι έτσι να ανοίξει νέους δρόμους στην εξέλιξη της τζαζ. Τις δεκαετίες του 
‘20 και του ‘30 κατόρθωσε να διαφοροποιηθεί από κάθε άλλο μουσικό του είδους, ηχογρα-
φώντας θαυμάσιους δίσκους και δίνοντας τον τόνο για τις ραγδαίες εξελίξεις που θα ακο-
λουθούσαν.
Ως τότε, η τζαζ στηριζόταν στην πρωτοκαθεδρία τριών οργάνων, του κλαρινέτου, της τρομ-
πέτας και του τρομπονιού. Τα ατομικά χαρίσματα κάθε μουσικού υποτάσσονταν στις απαι-
τήσεις του συνόλου. Ο Σάτσμο άλλαξε την αντίληψη αυτή κι εδραίωσε την υπεροχή του 
δεξιοτέχνη σολίστ με τα συγκροτήματά του «Hot Five» και «Hot Seven» στα μέσα της 
δεκαετίας του ‘20. Ο Άρμστρονγκ ανέδειξε τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό, γνωστό ως scat, 
όπου η φωνή αντικαθιστά τις λέξεις με συλλαβές δίχως νόημα, μιμούμενος τις αποχρώσεις 
του ενόργανου αυτοσχεδιασμού.
Κατηγορήθηκε ότι από τη δεκαετία του ‘40 και μετά έμεινε στάσιμος, δεν ενσωμάτωσε 
νέα στοιχεία στο παίξιμό του, δεν δέχτηκε το μπίμποπ και τις μεταπολεμικές εξελίξεις και 
αφέθηκε να γλιστρήσει προς το σόου, τον κινηματογράφο, τη διασκέδαση και την ποπ για 
τους λευκούς, αποκαλούμενος μάλιστα και «Μπαρμπα-Θωμάς». 
Το σίγουρο είναι πως ο Άρμστρονγκ υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της τζαζ και ήταν ο πρώ-
τος που κατόρθωσε να ξεπεράσει τα φυλετικά, κοινωνικά και μουσικά σύνορα της εποχής. 
Ως πετυχημένος μαύρος μουσικός με διεθνή αποδοχή βοήθησε πολύ τον αγώνα των μαύρων 
στις ΗΠΑ.

Ο Λούις Άρμστρονγκ πέθανε στις 6 Ιούλη 1971 στη Νέα Υόρκη, από καρδιακή προσβολή. 
Είχε παντρευτεί τέσσερις φορές, αλλά δε απέκτησε κανένα παιδί από τους γάμους του, 
παρά μία εξώγαμη κόρη από τη σχέση του με τη χορεύτρια του «Κότον Κλαμπ» Λουσίλ 
Πρέστον.

*Πηγή : sansimera.gr/biographies